- αγριόκλημα
- το куст или лоза дикого винограда
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek
λυκίσκος — Κοινή ονομασία των δικοτυλήδονων φυτών του είδους Humulus lupulus, της οικογένειας των κανναβινιδών. Είναι πολυετής αναρριχώμενη πόα με κληματώδεις, γωνιώδεις βλαστούς, που ανανεώνονται κάθε χρόνο και φτάνουν σε μήκος τα 5 10 μ. Έχει καρδιοειδή… … Dictionary of Greek
χειρώνειος — ον, Α [Χείρων, ωνος] 1. αυτός που αναφέρεται στον Χείρωνα («χειρώνειον ἕλκος», Αλέξ. Αφρ.) 2. φρ. α) «πάνακες Χειρώνειον» i) το γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία καλλωπιστικό φυτό Inula helenium (Θεόφρ.) ii) είδος τού φυτού υπερικό… … Dictionary of Greek
αμπελουρίδα — Φυτό γνωστό και ως αγριόκλημα. Υπάρχουν δύο είδη: η βρυωνία η δίοικος και η βρυωνία η κρητική.Η πρώτη ανήκει στην οικογένεια των κολοκυνθιδών και είναιτριχωτή πολυετής πόα, με κυλινδρικό, παχύ, σαρκώδη, κιτρινωπό κόνδυλο, άσπρη σάρκα και δίοικα… … Dictionary of Greek
βριονία — (bryonia). Γένος δικοτυλήδονων πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των κουκουρβιτιδών ή κολοκυνθιδών. Έχει έρποντα ή αναρριχώμενο βλαστό, κονδυλώδη ρίζα, παλαμοειδή ή καρδιοειδή φύλλα και μονογενή άνθη, μόνοικα ή δίοικα. Είναι ιθαγενές της… … Dictionary of Greek
κουκουρβιτίδες — (cucurbitaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων ποωδών φυτών, η οποία περιλαμβάνει περίπου 90 γένη και 700 είδη. Πρόκειται για αναρριχώμενα ή έρποντα φυτά που χαρακτηρίζονται από πεντάγωνα στελέχη και έλικες. Τα φύλλα είναι κατ’ εναλλαγή και, συνήθως,… … Dictionary of Greek